- επιρραψωδώ
- ἐπιρραψῳδῶ, -έω (Α) [ραψῳδώ]1. ψέλνω κάτι συνεχώς ή στο τέλος ως ραψωδία («συνεχές ἐπιρραψῳδῶν τά πάνδημα έκεῑνα τοῡ Ἠσιόδου περὶ τῆς ἀρετῆς ἔπη», Λουκιαν.)2. «ἐπιρραψωδῶ τινι» — ψέλνω ραψωδία για κάτι ή κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.